- ἀνοησίας
- ἀνοησίᾱς , ἀνοησίαwant of understandingfem acc plἀνοησίᾱς , ἀνοησίαwant of understandingfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγαθιάρης — ιάρα, ιάρικο [αγαθός] 1. ο υπερβολικά, μέχρι ανοησίας, καλός 2. εύπιστος 3. απονήρευτος … Dictionary of Greek
Καρκαβίτσας, Ανδρέας — (Λεχαινά Ηλείας 1866 – Μαρούσι Αττικής 1922). Συγγραφέας. Ήταν στρατιωτικός γιατρός και έλαβε μέρος στο κίνημα του 1909, ενώ υπήρξε και ένας από τους ιδρυτές του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Στους Βαλκανικούς πολέμους (1912 13) ακολούθησε τον στρατό ως… … Dictionary of Greek
Κβίτκα, Γκριγκόρι Φιοντόροβιτς — (Grigori Fedorovitch Kvitka, Οσνόβα 1778 – Χάρκοβο 1843). Ουκρανός λογοτέχνης. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια. Υπήρξε ένας από τους εκδότες και συντάκτες της εφημερίδας Ουκρανικός Ταχυδρόμος. Χρημάτισε διευθυντής του επαγγελματικού… … Dictionary of Greek
Πόουπ, Αλεξάντερ — (Pope). Άγγλος ποιητής (Λονδίνο 1688 – Τουίκεχαμ, Μίντλεσεξ 1744). Από πλούσια καθολική οικογένεια, μεγάλωσε σε μοναξιά, εξαιτίας μιας φυματιώδους ασθένειας, η οποία του είχε δημιουργήσει μια σχετική δυσμορφία. Μελέτησε πολύ, και η βαθιά του… … Dictionary of Greek